- απερείδω
- ἀπερείδω (Α) [ερείδω]1. στηρίζω, προσηλώνω2. προσηλώνομαι3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας)β) κατευθύνω (οργήν είς τινα)γ) επιρρίπτω την κατηγορία, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιονδ) μεταφέρω ασφαλώς, εναποθέτωε) υφίσταμαι τις ωδίνες του τοκετού, γεννώ.
Dictionary of Greek. 2013.